πελάγωμα

πελάγωμα
το
το αποτέλεσμα τού πελαγώνω, το να περιπέσει κανείς σε αμηχανία ή σύγχυση εξαιτίας μεγάλων δυσκολιών που συναντά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελαγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πελάγωμα — το αμηχανία, σαστιμάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”